- τεθνηκόσιν
- θνήσκωperf part act masc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εποίζω — ἐποίζω (Α) θρηνῶ, οδύρομαι για κάτι («τέκνοις ἐπῷζε τοῑς τεθνηκόσιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί* + οίζω «θρηνώ» (βλ. λ. οϊζύς)] … Dictionary of Greek